φιλοδήμως

φιλοδήμως
φιλόδημος
friend of the commons
adverbial
φιλόδημος
friend of the commons
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοδήμως — Α επίρρ. βλ. φιλόδημος …   Dictionary of Greek

  • Φιλοδήμως — Φιλόδημος friend of the commons masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόδημος — Έλληνας ποιητής επιγραμμάτων και φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής (Γάδαρα, Παλαιστίνη περ. 110 – 28 π.Χ.). Μαθητής του Ζήνωνα από τη Σιδώνα, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της επικούρειας φιλοσοφίας και ένας από εκείνους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”